- νεόφατος
- νεόφατος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ τεθνηκώς».[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + φατός (< θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. παλαί-φατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόφατος — lately slain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεήφατος — νεήφατος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + φατος (< φημί), πρβλ. θεό φατος, παλαί φατος. Το η τού τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την… … Dictionary of Greek